- αἰσχρότατος
- αἰσχρόςcausing shamemasc nom superl sgαἰσχρόςcausing shamemasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύντατος — άτη, ον (Α) αισχρότατος, αναιδέστατος («καὶ ὅτις μάλα κύντατος ἀνδρῶν ξεινίου αἰδεῑται Ζηνός θέμιν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετ. τ. επιθ. < κύων, σχηματισμένος με την κατάλ. τατος] … Dictionary of Greek
πάναισχρος — πάναισχρος, ον (Α) 1. πάρα πολύ άσχημος, εντελώς δύσμορφος, πανάσχημος, παναίσχης* 2. αισχρότατος, τελείως αναίσχυντος. επίρρ... παναίσχρως (ΑΜ) αισχρότατα, αναίσχυντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἰσχρός] … Dictionary of Greek
παγκαταπύγων — παγκαταπύγων, ονος, ὁ ἡ, ουδ. παγκατάπυγον (Α) ασελγέστατος κίναιδος, αισχρότατος («ὦ παγκατάπυγον θἡμέτερον ἅπαν γένος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + καταπύγων] … Dictionary of Greek